- ειρωνευτης
- εἰρωνευτής-οῦ ὅ Diog.L. = εἴρων См. ειρων
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εἰρωνευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρωνευτής — ο (θηλ. ειρωνεύτρια και ειρωνεύτρα, η) (Α εἰρωνευτής) ο είρωνας … Dictionary of Greek